ΣΚΕΥΟΦΥΛΑΚΙΟΝ

Μὲ ἰδιαίτερο αἴσθημα εὐθύνης καὶ δέους οἱ Σιναΐτες μοναχοὶ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες διαφυλάσσουν ὡς ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς ζωῆς τους τὴν ἀνεκτίμητη κληρονομιὰ τῶν θησαυρῶν τῆς Μο­νῆς, τὴν ὁποία τοὺς ἐδόθη ἡ τιμὴ νὰ διαχειρίζονται. Μέριμνά τους εἶναι πάντοτε ὄχι ἁπλῶς καὶ μόνον νὰ παραμένουν καλὰ ἀποθηκευμένοι, ἀλλὰ κυρίως νὰ ἐκπληρώνουν κα­τὰ τὸ δυνατὸν τὴν ὑπερκόσμια ἀποστολή τους, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν μικρὴ ἢ μεγαλύτερη συμβολή τους στὴν πνευματικὴ ἀνάταση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεό, στὴν θέωση. Τὶς τελευταῖες δεκαετίες, λόγῳ τῆς ἀθρόας προσελεύσεως προσκυνητῶν καὶ τουριστῶν, κατέστη ὁλοφάνερη ἡ ἀνάγκη μιᾶς νέας κατάλληλης ὑποδομῆς ποὺ θὰ ὑπηρετοῦσε τὴν εὔκολη καὶ τελεσφόρο προσπέλαση τῶν σιναϊτικῶν κειμηλίων ἀπὸ τὸν κόσμο, χωρίς, τὸ σημαντικότερο, νὰ βλάπτεται ἢ νὰ διαταράσσεται ἡ καθημερινὴ λειτουργία τῆς μοναστηριακῆς ζωῆς.

Ἀφορμὴ γιὰ τὴν γένεση ἑνὸς νέου σκευοφυλακίου ποὺ θὰ κάλυπτε τὴν ἀνάγκη αὐτὴ ἐδόθη τὸ 1997, ὅταν ἡ Μονὴ συμμετεῖχε στὴν ἔκθεση «Ἡ Δόξα τοῦ Βυζαντίου», ποὺ διενεργήθη στὸ Μητροπολιτικὸ Μουσεῖο τῆς Νέας Ὑόρκης. Ἡ ἄριστη συνεργασία τῶν Μοναχῶν μὲ τοὺς παράγοντες τοῦ Μουσείου καὶ οἱ θερμὲς σχέσεις ποὺ ἀναπτύχθηκαν ἔθεσαν τὶς βάσεις γιὰ τὴν περαιτέρω διαδικασία.

Ἡ Ἱερὰ Σύναξις ἀνέθεσε στοὺς Πέτρο καὶ Μαρίνα Κουφοπούλου τὴν ἐκπόνηση τῆς ἀρχιτεκτονικῆς μελέτης καὶ τὴν ἐπίβλεψη τῆς ἐφαρμογῆς. Ὡς τόπος τοῦ νέου σκευοφυλακίου ἐπελέγη ἡ δεύτερη στάθμη τῆς λεγομένης Παλαιᾶς Σκευοφυλακείας στὰ βορειοδυτικὰ τοῦ Καθολικοῦ. Ἡ κατώτερη στάθμη τῆς περιοχῆς, ἡ ὁποία χρησίμευε παλαιότερα ὡς ἀποθηκευτικὸς χῶρος τοῦ Καθολικοῦ γιὰ ἄμφια, λειτουργικὰ βιβλία καὶ σκεύη, εἰκόνες κλπ, διατηρεῖ σημαντικὰ κατάλοιπα ἰουστινιάνειων γρανιτόλιθων τόξων (6ος αἰ.). Δύο ἀκόμη ὅμοια τόξα σώζονται στὴν δεύτερη στάθμη, ἐνσωματωμένα πλέον μέσα στὸ νέο σκευοφυλάκιο, ὅπου πιθανῶς στεγαζόταν ἡ κατοικία τοῦ Σκευοφύλακα. Τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς περιοχῆς κατεστράφη ἀπὸ πυρκαγιὰ τὸ 1971 καὶ στὴν συνέχεια ἀνακατασκευάστηκε μὲ σύγχρονα ὑλικά, τὰ ὁποῖα ὅμως τὸ κατέστησαν πυράφλεκτο καὶ κατάλληλο γιὰ τὸν νέο του προορισμό. Τὸ σημεῖο αὐτὸ προκρίθηκε βεβαίως ὡς φυσικὴ συνέχεια τῆς προηγούμενης χρήσης τοῦ χώρου, ἀλλὰ ἀπεδείχθη καὶ ἰδιαίτερα πρακτικό, ἐξ ἀπόψεως τόσο ἐσωτερικῆς διαρρυθμίσεως, ὅσο καὶ προσβάσεως τῶν ἐπισκεπτῶν.

Τὴν εὐθύνη τοῦ ἔργου ἀνέλαβε ὁ τότε σκευοφύλαξ τῆς Μο­νῆς μοναχὸς Δανιήλ. Ἡ κοπιωδέστατη, πολυμερὴς καὶ ὑπεύθυνη ἀνύστακτη φροντίδα του ἐπὶ τρία συναπτὰ ἔτη ἀπέδωσε τὸ ἐξαίσιο ἀποτέλεσμα ποὺ ἀπολαμβάνουν ὅλοι σήμερα. Μιὰ ἔκθεση ποὺ πληροῖ τὶς πιὸ σύγχρονες προδιαγραφὲς ὡς πρὸς τὴν ἀσφάλεια, συντήρηση καὶ προβολὴ τῶν κειμηλίων, ἐνῶ παράλληλα ἐντάσσεται στὸ ὅλο μοναστηριακὸ περιβάλλον μὲ τὸν πλέον ἁρμονικό, διακριτικό, φιλικὸ τρόπο, ἀποσπώντας τὰ εὔσημα καὶ τοῦ πιὸ ἀπαιτητικοῦ ἀρχιτέκτονος.

Ἕνα σύνολο ἐπιστημόνων ἔσπευσε νὰ συνδράμει μὲ τὶς εἰδικές του γνώσεις στὴν πολυεπίπεδη ὑλοποίηση τοῦ ἔργου, στοὺς ὁποίους ἀνήκουν θερμότατες εὐχαριστίες. Ἐδῶ θὰ σταθοῦμε κυρίως στὴν καταλυτικὴ προσφορὰ τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Γεωργίου Γαλάβαρη, τόσο στὴν ἐπιλογὴ τῶν πιὸ ἀντιπροσωπευτικῶν ἐκθεμάτων, ὅσο καὶ στὴν ταξιθέτησή τους μὲ κατανοητὴ καὶ διδακτικὴ σειρά. Στὴν ἐπιλογὴ ἐκλήθη νὰ γνωμοδοτήσει καὶ τὸ Μητροπολιτικὸ Μουσεῖο τῆς Νέας Ὑόρκης, κάτι στὸ ὁποῖο ἀνταποκρίθηκε ὁλοθύμως διὰ τῆς δρος Helen Evans, ἡ ἱστορικὸς τῆς τέχνης Γιώτα Οἰκονομάκη-Παπαδοπούλου ποὺ συνέταξε καὶ τὰ σχετικὰ λήμματα περιγραφῆς τῶν ἔργων μεταλλοτεχνίας, ἡ καθηγήτρια Ἀγγελικὴ Νικολοπούλου γιὰ τὰ ἔντυπα ἀντίστοιχα, καθὼς καὶ ἄλλοι ἐξειδικευμένοι ἐπιστήμονες, ληφθέντων ὑπόψιν καὶ παλαιοτέρων πολυετῶν μελετῶν καὶ ἐρευνῶν διαφόρων ἐπιστημόνων. Τὸ Μητροπολιτικὸ Μουσεῖο παρέμεινε σὲ ρόλο λυσιτελοῦς συμβούλου καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν, διαθέτοντας μὲ χαρὰ τοὺς εἰδικούς του ἀπὸ ἀρκετὰ σχετικὰ πεδία, ὅπως διοικήσεως, ἐπιμελείας, συντηρήσεως, σχεδιασμοῦ, κατασκευῆς καὶ φωτισμοῦ. Ἡ πραγμάτωση τοῦ ἔργου κατέστη δυνατὴ χάρη στὶς δαψιλεῖς χορηγίες τῶν ἱδρυμάτων Ἀ.Γ. Λεβέντη καὶ  Ἰ.Φ. Κωστοπούλου.

* * *

Τὰ ἐγκαίνια τοῦ νέου σκευοφυλακίου πραγματοποιήθηκαν πανηγυρικὰ στὶς 25 Νοεμβρίου / 8 Δεκεμβρίου 2001, ἑορτὴ τῆς πολιούχου τοῦ Σινᾶ ἁγίας Αἰ­κα­τε­ρί­νης, προεξαρ­χόν­των τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρ­χου κ.κ. Βαρθολομαίου, τοῦ μακαριστοῦ Πα­τριάρχου Ἀλεξανδρείας κ.κ. Πέτρου καὶ τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίνης κ.κ. Ἀριστάρχου.

Κοινὴ ὁμολογία ὅλων εἶναι ὅτι ἡ δημιουργία αὐτὴ ὀφείλεται πάνω ἀπ᾿ ὅλα στὴν εὐρύνοια καὶ τὸ ὅραμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ Ἡγουμένου τῆς Μο­νῆς Σινᾶ κ.κ. Δαμιανοῦ, ὁ ὁποῖος, κα­τὰ τὰ σαράντα καὶ πλέον συναπτὰ ἔτη τῆς πολύμοχθης καὶ πολυδιάστατης ποι­μαντο­ρίας του, ὁδήγησε ἀσφαλῶς τὴν ἀειθαλῆ Μονὴ τοῦ Σινᾶ στὴν τρίτη χιλιετία. Τὸ νέο σκευοφυλάκιο τοῦ Σινᾶ φιλοδοξεῖ ὄχι νὰ ἐπαινεθεῖ γιὰ τὸ αἰσθητικὸ καὶ ἱστορικό του περιεχόμενο, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ παράσχει στοὺς ἐπισκέπτες του τὸ ἔναυσμα γιὰ μιὰ πνευματικὴ ἀφύπνιση καὶ ἀναγέννηση, μιὰ στροφὴ τῆς καρδιᾶς πρὸς τὸν Δημιουργό της.